κινηματογράφηση

κινηματογράφηση
η [κινηματογραφώ]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινηματογραφώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κινηματογράφηση — η η λήψη εικόνων με κινηματογραφικό μηχάνημα: Έγινε κινηματογράφηση της σκηνής αυτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • γύρισμα — το (Μ γύρισμα) [γυρίζω] 1. περιστροφή 2. στροφή, στρίψιμο, καμπή 3. χορευτική φιγούρα 4. αλλαγή τού χρόνου, τού φεγγαριού κ.λπ. 5. επάνοδος, επιστροφή νεοελλ. 1. περιπλάνηση 2. (για εικόνα) περιφορά 3. στροφή προς τα πίσω ή προς άλλη κατεύθυνση 4 …   Dictionary of Greek

  • μικροκινηματογράφος — ο (κινηματογρ.) συσκευή που χρησιμοποιείται για την κινηματογράφηση μικροσκοπικών παρασκευασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microcinematographe (βλ. και μικρ[ο] )] …   Dictionary of Greek

  • πλατώ — και πλατό, τὸ, Ν. άκλ. 1. επίπεδη μεγάλη επιφάνεια 2. πλατύς χώρος σε κινηματογραφικό στούντιο ειδικά εξοπλισμένος για την κινηματογράφηση τών εσωτερικών σκηνών 3. δισκοειδές εξάρτημα τού πικάπ πάνω στο οποίο τοποθετείται ο δίσκος και το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • φωτογένεια — η, Ν [φωτογενής] 1. αυτόματη εκπομπή φωτός από ζώα και φυτά 2. η ιδιότητα ορισμένων ανθρώπων να φαίνονται ζωηρά τα χαρακτηριστικά τους κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση …   Dictionary of Greek

  • φωτογενής — ές, ΝΜ νεοελλ. αυτός που έχει φωτογένεια, τού οποίου τα χαρακτηριστικά φαίνονται ζωηρά κατά τη φωτογράφηση ή την κινηματογράφηση («έχει πολύ φωτογενές πρόσωπο») μσν. αυτός που γεννήθηκε από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + γενής (< γένος <… …   Dictionary of Greek

  • φωτόμετρο — το, Ν 1. φυσ. όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση τής έντασης μιας φωτεινής πηγής 2. (φωτογρ.) όργανο με το οποίο προσδιορίζεται ο χρόνος έκθεσης στο φως τού φωτογραφικού ή κινηματογραφικού φιλμ κατά τη φωτογράφηση, κινηματογράφηση, καθώς και κατά τη …   Dictionary of Greek

  • ακτινοκινηματογραφία — Ακτινογραφική ταινία για τη διαπίστωση της κινητικότητας ορισμένων σπλάχνων (στομάχου, βολβού δωδεκαδακτύλου, χοληφόρων οδών, νεφρών κλπ.). Τα πλεονεκτήματα της α. έναντι της απλής ακτινογραφίας βρίσκονται στις δυνατότητες που παρέχει η πρώτη για …   Dictionary of Greek

  • Γιάνναρης, Κωνσταντίνος — (Μεσσηνία 1959 –). Σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε οικονομικά και ιστορία στο πανεπιστήμιο του Κιλ στην Αγγλία. Ξεκίνησε γυρίζοντας πολλές ταινίες μικρού μήκους, αλλά και ντοκιμαντέρ που διακρίθηκαν σε διεθνή φεστιβάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”